Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρβουνάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρβουνάδικ
ο
τα
καρβουνάδικ
α
γενική
του
καρβουνάδικ
ου
των
καρβουνάδικ
ων
αιτιατική
το
καρβουνάδικ
ο
τα
καρβουνάδικ
α
κλητική
καρβουνάδικ
ο
καρβουνάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρβουνάδικο
<
κάρβουν(ο)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρβουνάδικο
ουδέτερο
κατάστημα
που πουλάει
κάρβουνο
Συνώνυμα
επεξεργασία
καρβουνοπωλείο
καρβουνιάρικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρβουνάδικο