Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρβουνοπωλείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρβουνοπωλεί
ο
τα
καρβουνοπωλεί
α
γενική
του
καρβουνοπωλεί
ου
των
καρβουνοπωλεί
ων
αιτιατική
το
καρβουνοπωλεί
ο
τα
καρβουνοπωλεί
α
κλητική
καρβουνοπωλεί
ο
καρβουνοπωλεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρβουνοπωλείο
<
κάρβουνο
+
-ο-
+
-πωλείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρβουνοπωλείο
ουδέτερο
(
λόγιο
)
κατάστημα
που
πουλάει
κάρβουνα
Συνώνυμα
επεξεργασία
καρβουνάδικο
καρβουνιάρικο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κάρβουνο
και
πωλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρβουνοπωλείο
→
δείτε
τη λέξη
καρβουνάδικο