-πωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -πωλείο | τα | -πωλεία |
γενική | του | -πωλείου | των | -πωλείων |
αιτιατική | το | -πωλείο | τα | -πωλεία |
κλητική | -πωλείο | -πωλεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -πωλείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πωλεῖον, -πώλιον < -πώλης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πω‐λεί‐ο
Επίθημα επεξεργασία
-πωλείο ουδέτερο
- (λόγιο) επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε κατάστημα στο οποίο πωλείται το αναφερόμενο στο α′ συνθετικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-πωλείο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -πωλείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)