ανθοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθοπωλείο < ανθοπώλ(ης) + -είο. Μορφολογικά αναλύετα σε ανθο- + -πωλείο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θo.poˈli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐πω‐λεί‐π
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθοπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθοπωλείο