flower
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
flower | flowers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαflower (en)
- το λουλούδι
- ⮡ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
- Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
- ⮡ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.