Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λουλουδάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λουλουδάδικ
ο
τα
λουλουδάδικ
α
γενική
του
λουλουδάδικ
ου
των
λουλουδάδικ
ων
αιτιατική
το
λουλουδάδικ
ο
τα
λουλουδάδικ
α
κλητική
λουλουδάδικ
ο
λουλουδάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λουλουδάδικο
<
λουλούδ(ι)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λουλουδάδικο
ουδέτερο
το (
υπαίθριο
)
ανθοπωλείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λουλουδάδικο