υπαίθριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαίθριος < αρχαία ελληνική ὑπαίθριος < ὕπαιθρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.o/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
υπαίθριος, -α, -ο
- που βρίσκεται ή συμβαίνει σε ανοιχτό (μη στεγασμένο) χώρο, στο ύπαιθρο
- ↪ μια υπαίθρια συναυλία