υπαίθριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαίθριος < αρχαία ελληνική ὑπαίθριος < ὕπαιθρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /iˈpe.θɾi.o/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαυπαίθριος, -α, -ο
- που βρίσκεται ή συμβαίνει σε ανοιχτό (μη στεγασμένο) χώρο, στο ύπαιθρο
- ⮡ μια υπαίθρια συναυλία
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
- Νικόπολη: Συνεχίζονται οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά, Η Καθημερινή, 29 Μαΐου 2024