air
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- air < (κληρονομημένο) μέση αγγλική air < αγγλονορμανδική aeir < παλαιά γαλλική aire < λατινική āēr < αρχαία ελληνική ἀήρ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
air | airs |
air (en)
- ο αέρας
- ↪ I am flying in the air
- Πετάω στον αέρα.
- ↪ I am flying in the air
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | air |
γ΄ ενικό ενεστώτα | airs |
αόριστος | aired |
παθητική μετοχή | aired |
ενεργητική μετοχή | airing |
air (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αερίζω, ανανεώνω τον αέρα σε ένα χώρο, φρεσκάρω
- ↪ I am airing a room/the sheets.
- Αερίζω ένα δωμάτιο/τα σεντόνια.
- ≈ συνώνυμα: air out (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ I am airing a room/the sheets.
Πηγές
επεξεργασία- air (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- air (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 15. ISBN 9780194325684., λήμμα: αερίζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛʁ/
- ⓘ (ένας αέρας, ένας σκοπός)
- ομόηχα: → δείτε τις λέξεις aire, ère, erre, ers, haire, hère και r
Ουσιαστικό
επεξεργασίαair (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- (αργκό) se donner de l'air - το σκάω, ξεφεύγω