Ετυμολογία

επεξεργασία
air < (κληρονομημένο) μέση αγγλική air < αγγλονορμανδική aeir < παλαιά γαλλική aire < λατινική āēr < αρχαία ελληνική ἀήρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɛə/ & /ˈɛː/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
air airs

air (en)

  • ο αέρας
    I am flying in the air
    Πετάω στον αέρα.

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας air
γ΄ ενικό ενεστώτα airs
αόριστος aired
παθητική μετοχή aired
ενεργητική μετοχή airing

air (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛʁ/
  (ένας αέρας, ένας σκοπός)
ομόηχα: → δείτε τις λέξεις aire, ère, erre, ers, haire, hère και r

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

air (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία