ενεστώτας air out
γ΄ ενικό ενεστώτα airs out
αόριστος aired out
παθητική μετοχή aired out
ενεργητική μετοχή airing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
air out < → δείτε τις λέξεις air και out

air out (en)