Ετυμολογία

επεξεργασία
aircraft < air + craft (μαρτυρείται από το 1845)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

aircraft (en) ενικός και πληθυντικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • aircraft στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

επεξεργασία
  1. aircraft, στο λεξικό Merriam-Webster