αεροσκάφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αεροσκάφος < αερο- + σκάφος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aéroscaphe
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈska.fos/
- συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐σκά‐φος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αεροσκάφος ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος): σκάφος του αέρα, όχημα που μπορεί να πετάει
- (ειδικότερα) αεροπλάνο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αεροσκάφος