• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σκάφος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάφος τα σκάφη
      γενική του σκάφους των σκαφών
    αιτιατική το σκάφος τα σκάφη
     κλητική σκάφος σκάφη
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκάφος < (λόγιο) αρχαία ελληνική σκάφος < σκάπτω (σκάβω)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σκάφος ουδέτερο

  • (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) πλεούμενο, εναέριο ή διαστημικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • σκάφη και τα συγγενικά της, όπως
    • σκάφανδρο
    • σκαφίδι

→ και δείτε τη λέξη σκάβω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σκάφος
  • γαλλικά : vaisseau (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκάφος&oldid=4853026"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, στις 18:34

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Σεπτεμβρίου 2020, στις 18:34.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie