Κατηγορία:Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Θεματικές κατηγορίες » Ναυτικοί όροι ««« « Ναυπηγικοί όροι |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 2 υποκατηγορίες, από 2 συνολικά.
*
Ν
Σελίδες στην κατηγορία "Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.036 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάρα
- αβαράρω
- αβαρία
- Αβέρωφ
- αβλαβής διέλευση
- αβλέμονας
- αγάντα
- αγαντάρισμα
- αγαντάρω
- αγκουρέτο
- άγκυρα
- αγκυροβολημένος
- αγκυροβόλος
- αδράχτι
- αεράδικο
- αεράκατος
- αεραποθήκη
- αεριοφόρο
- αεροματσάκονο
- αεροναυαγοσωστικό
- αεροναυμαχία
- αεροπλανοφόρο
- αέρος αέρος
- αέρος επιφανείας
- αζήτητο εμπόρευμα
- αζιμουθιακός
- αζιμουθικός
- αζιμούθιος
- ακάτιος
- άκατος
- ακατράμωτος
- ακομοδέσιο
- ακοστάρισμα
- ακοστάρω
- ακρόπρωρο
- ακταιωρός
- ακτόδρομος
- ακτοπλοΐα
- ακτοπλοϊκός
- ακτοφυλακίδα
- αλάργα
- αλευράδικο
- αλευροπόστα
- αλταζιμουθιακός
- αλυσέλικτρο
- αλυσότρυπα
- αμορόζα
- αμπάρι
- αναβάθρα
- αναδένω
- αναδρομικός
- ανάδρομος
- ανακρούω πρύμναν
- ανάπλους
- ανάπλωρος
- ανάποδα αργά
- ανάποδα ημιταχώς
- ανάποδα ηρέμα
- ανάποδα ολοταχώς
- ανάποδα πολύ αργά
- αναπόδιση
- ανάπρωρος
- αναρμάτωτος
- ανάσπαση
- ανέλκυση
- ανελκύω
- ανέλο
- ανεμοδόχη
- ανεμότρατα
- ανηολόγητος
- ανθρακοφόρο
- ανθυπασπιστής
- ανθυποπλοίαρχος
- ανοιχτά
- αντένα
- αντενοκατάρτι
- αντενοκάταρτο
- αντεπισταλία
- αντιμάμαλο
- αντιμονή
- αντιναύαρχος
- αντιπλοίαρχος
- αντισταθμίζω
- αντιτορπιλικό
- αντιτορπιλικός
- αντλιοστάσιο
- αντλιωρός
- αξιοπλοΐα
- αξιόπλοος
- αξιωματικός
- άπαρση
- απαρτικός
- απίκο
- αποβίβαση
- απόγειο
- απόγραφο
- αποθαλασσιά
- αποναρκοθέτηση
- απόνερα
- απονήωση
- αποπλεύριση
- αποπλέω
- απόπλους
- αποπροσγειάλωση
- αποπροσνήωση
- άραγμα
- αραξοβόλι
- αραξοβολώ
- αριθμόσημο
- αρμάδα
- αρμαδόρος
- αρμαδούρα
- αρμάρι
- αρματαγωγό
- αρματόρος
- αρματούρα
- άρμενα
- αρμενάκι
- αρμενιστής
- άρμενο
- αρμενοβελόνα
- αρμενοφόρος
- αρμπουρέτο
- άρμπουρο
- αρόδο
- αρόδου
- αρσανάς
- αρτάνη
- αρχηγίδα
- αρχιπλοίαρχος
- αστράβη
- αστραγαλιά
- ατζέντης
- ατμάκατος
- ατμοβαρίδα
- ατμοδρόμωνας
- ατμοημιολία
- ατμοπλοΐα
- ατμόπλοιο
- ατμοτελωνίδα
- αφανής
- αφερματίζω
- άφτερ-πικ