αποπροσγειάλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπροσγειάλωση | οι | αποπροσγειαλώσεις |
γενική | της | αποπροσγειάλωσης* | των | αποπροσγειαλώσεων |
αιτιατική | την | αποπροσγειάλωση | τις | αποπροσγειαλώσεις |
κλητική | αποπροσγειάλωση | αποπροσγειαλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπροσγειαλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποπροσγειάλωση < απο-(γειάλωση) + προσγειάλωση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποπροσγειάλωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η σύνθετη διαδικασία της απογειάλωσης και προσγειάλωσης πλοίου, ή σκάφους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποπροσγειάλωση
|