Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπόπλους < κατ-(άπλους) + απόπλους

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταπόπλους αρσενικό, πληθυντικός καταπόπλοι

  1. (ναυτικός όρος): η διαδικασία και ο χρόνος του κατάπλου και απόπλου πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σ΄ έναν όρμο, λιμάνι, παράλια ή πλωτή εγκατάσταση.
    ο καταπόλπλους αναφέρεται ιδιαίτερα σε πλοία ακτοπλοϊκής συγκοινωνίας και σε πλοία που εκτελούν κυκλικά ταξίδια, π.χ. φορτηγά πλοία γραμμής, κρουαζιερόπλοια κ.ά., ενώ αποτελεί βασικό στατιστικό στοιχείο λιμένων.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταπόπλους