απόπλους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | απόπλους | οι | απόπλοι |
γενική | του | απόπλου | των | απόπλων |
αιτιατική | τον | απόπλου & απόπλουν |
τους | απόπλους |
κλητική | απόπλου | απόπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόπλους < ἀπό + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε από- + πλους
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόπλους αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η αναχώρηση πλοίου από λιμάνι, όρμο, παράλια ή πλωτή εγκατάσταση
- Λόγω ισχυρών ανέμων απαγορεύτηκε ο απόπλους όλων των πλοίων από το λιμάνι.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απόπλους
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααπόπλους