Δείτε επίσης: ἀπόπλους
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απόπλους οι απόπλοι
      γενική του απόπλου των απόπλων
    αιτιατική τον απόπλου
απόπλουν
τους απόπλους
     κλητική απόπλου απόπλοι
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόπλους < ἀπό + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε από- + πλους

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόπλους αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

απόπλους