λιμάνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμάνι | τα | λιμάνια |
γενική | του | λιμανιού | των | λιμανιών |
αιτιατική | το | λιμάνι | τα | λιμάνια |
κλητική | λιμάνι | λιμάνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
το ενετικό λιμάνι του Ρεθύμνου τη νύχτα
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λιμάνι < τουρκική liman < μεσαιωνική ελληνική λιμένι(ν) (αντιδάνειο) < ελληνιστική κοινή λιμένιον < αρχαία ελληνική λιμήν
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λιμάνι ουδέτερο
- περιοχή παραθαλάσσια (ή παραλίμνια ή παραποτάμια) που επιτρέπει παραμονή πλοίων:
- για προστασία από καιρικές συνθήκες
- για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων
- για επιβιβάσεις και αποβιβάσεις ανθρώπων (πληρώματος ή επιβατών)
- για τροφοδοσία και εφοδιασμό
- για επισκευές
- το λιμάνι του Πειραιά
- (μεταφορικά) το καταφύγιο
- είσαι το λιμάνι μου