λιμενίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιμενίσκος < μεσαιωνική ελληνική λιμενίσκος / λιμενίσκιον < αρχαία ελληνική λιμήν
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.meˈni.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐με‐νί‐σκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιμενίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του λιμήν / λιμάνι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λιμάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιμενίσκος
|