Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λιμην-, λιμεν-
ονομαστική λιμήν οἱ λιμένες
      γενική τοῦ λιμένος τῶν λιμένων
      δοτική τῷ λιμέν τοῖς λιμέσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λιμέν τοὺς λιμένᾰς
     κλητική ! λιμήν λιμένες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιμένε
γεν-δοτ τοῖν  λιμένοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμήν < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιμήν αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία