πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμένας οι λιμένες
      γενική του λιμένα
& λιμένος
των λιμένων
    αιτιατική τον λιμένα τους λιμένες
     κλητική λιμένα λιμένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

λιμένας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμήν από την αιτιατική «τὸν λιμένα» [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιμένας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία