Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.li.meˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λι‐με‐νί‐ζο‐μαι

ελλιμενίζομαι, π.αόρ.: ελλιμενίστηκα, μτχ.π.π.: ελλιμενισμένος, (ενεργ.: ελλιμενίζω)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία