ελλιμενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελλιμενίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλιμενίζω < ἐν (ελ-) + λιμήν (λιμένος) + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.li.meˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λι‐με‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαελλιμενίζω, αόρ.: ελλιμένισα, παθ.φωνή: ελλιμενίζομαι, π.αόρ.: ελλιμενίστηκα, μτχ.π.π.: ελλιμενισμένος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Συνήθως στην παθητική φωνή, ελλιμενίζομαι, όπως κυρίως στην ελληνιστική κοινή[1]
Συγγενικά
επεξεργασία- ελλιμένιση
- ελλιμένιος
- ελλιμενισμένος
- ελλιμενισμός
- ελλιμενιστής
- → δείτε τη λέξη λιμάνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελλιμενίζω | ελλιμένιζα | θα ελλιμενίζω | να ελλιμενίζω | ελλιμενίζοντας | |
β' ενικ. | ελλιμενίζεις | ελλιμένιζες | θα ελλιμενίζεις | να ελλιμενίζεις | ελλιμένιζε | |
γ' ενικ. | ελλιμενίζει | ελλιμένιζε | θα ελλιμενίζει | να ελλιμενίζει | ||
α' πληθ. | ελλιμενίζουμε | ελλιμενίζαμε | θα ελλιμενίζουμε | να ελλιμενίζουμε | ||
β' πληθ. | ελλιμενίζετε | ελλιμενίζατε | θα ελλιμενίζετε | να ελλιμενίζετε | ελλιμενίζετε | |
γ' πληθ. | ελλιμενίζουν(ε) | ελλιμένιζαν ελλιμενίζαν(ε) |
θα ελλιμενίζουν(ε) | να ελλιμενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελλιμένισα | θα ελλιμενίσω | να ελλιμενίσω | ελλιμενίσει | ||
β' ενικ. | ελλιμένισες | θα ελλιμενίσεις | να ελλιμενίσεις | ελλιμένισε | ||
γ' ενικ. | ελλιμένισε | θα ελλιμενίσει | να ελλιμενίσει | |||
α' πληθ. | ελλιμενίσαμε | θα ελλιμενίσουμε | να ελλιμενίσουμε | |||
β' πληθ. | ελλιμενίσατε | θα ελλιμενίσετε | να ελλιμενίσετε | ελλιμενίστε | ||
γ' πληθ. | ελλιμένισαν ελλιμενίσαν(ε) |
θα ελλιμενίσουν(ε) | να ελλιμενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελλιμενίσει | είχα ελλιμενίσει | θα έχω ελλιμενίσει | να έχω ελλιμενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ελλιμενίσει | είχες ελλιμενίσει | θα έχεις ελλιμενίσει | να έχεις ελλιμενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ελλιμενίσει | είχε ελλιμενίσει | θα έχει ελλιμενίσει | να έχει ελλιμενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελλιμενίσει | είχαμε ελλιμενίσει | θα έχουμε ελλιμενίσει | να έχουμε ελλιμενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ελλιμενίσει | είχατε ελλιμενίσει | θα έχετε ελλιμενίσει | να έχετε ελλιμενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ελλιμενίσει | είχαν ελλιμενίσει | θα έχουν ελλιμενίσει | να έχουν ελλιμενίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελλιμενίζομαι | ελλιμενιζόμουν(α) | θα ελλιμενίζομαι | να ελλιμενίζομαι | ||
β' ενικ. | ελλιμενίζεσαι | ελλιμενιζόσουν(α) | θα ελλιμενίζεσαι | να ελλιμενίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ελλιμενίζεται | ελλιμενιζόταν(ε) | θα ελλιμενίζεται | να ελλιμενίζεται | ||
α' πληθ. | ελλιμενιζόμαστε | ελλιμενιζόμαστε ελλιμενιζόμασταν |
θα ελλιμενιζόμαστε | να ελλιμενιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ελλιμενίζεστε | ελλιμενιζόσαστε ελλιμενιζόσασταν |
θα ελλιμενίζεστε | να ελλιμενίζεστε | (ελλιμενίζεστε) | |
γ' πληθ. | ελλιμενίζονται | ελλιμενίζονταν ελλιμενιζόντουσαν |
θα ελλιμενίζονται | να ελλιμενίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελλιμενίστηκα | θα ελλιμενιστώ | να ελλιμενιστώ | ελλιμενιστεί | ||
β' ενικ. | ελλιμενίστηκες | θα ελλιμενιστείς | να ελλιμενιστείς | ελλιμενίσου | ||
γ' ενικ. | ελλιμενίστηκε | θα ελλιμενιστεί | να ελλιμενιστεί | |||
α' πληθ. | ελλιμενιστήκαμε | θα ελλιμενιστούμε | να ελλιμενιστούμε | |||
β' πληθ. | ελλιμενιστήκατε | θα ελλιμενιστείτε | να ελλιμενιστείτε | ελλιμενιστείτε | ||
γ' πληθ. | ελλιμενίστηκαν ελλιμενιστήκαν(ε) |
θα ελλιμενιστούν(ε) | να ελλιμενιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελλιμενιστεί | είχα ελλιμενιστεί | θα έχω ελλιμενιστεί | να έχω ελλιμενιστεί | ελλιμενισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελλιμενιστεί | είχες ελλιμενιστεί | θα έχεις ελλιμενιστεί | να έχεις ελλιμενιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελλιμενιστεί | είχε ελλιμενιστεί | θα έχει ελλιμενιστεί | να έχει ελλιμενιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελλιμενιστεί | είχαμε ελλιμενιστεί | θα έχουμε ελλιμενιστεί | να έχουμε ελλιμενιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελλιμενιστεί | είχατε ελλιμενιστεί | θα έχετε ελλιμενιστεί | να έχετε ελλιμενιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελλιμενιστεί | είχαν ελλιμενιστεί | θα έχουν ελλιμενιστεί | να έχουν ελλιμενιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ελλιμενισμένος - είμαστε, είστε, είναι ελλιμενισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ελλιμενισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ελλιμενισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ελλιμενισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ελλιμενισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ελλιμενισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ελλιμενισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ελλιμενίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)