εκεί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκεί < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκεῖ < ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
εκεί
- σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση από τον ομιλητή (σε σύγκριση με τη λέξη εδώ)
- αν πας κάποιο Σαββατόβραδο στο πάρκο θα δεις ότι εκεί γίνεται χαμός, ενώ στην πλατεία δεν έχει πολύ κόσμο
- σε ορισμένο χρονικό σημείο ή φάση εξελίξεων
- εξελέγη δήμαρχος αλλά οι φιλοδοξίες του δεν σταμάτησαν εκεί· λίγα χρόνια αργότερα έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εκεί
|