Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόσταση οι αποστάσεις
      γενική της απόστασης* των αποστάσεων
    αιτιατική την απόσταση τις αποστάσεις
     κλητική απόσταση αποστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απόσταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόστασις[1] < ἀφίστημι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐στα‐ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απόσταση θηλυκό

  1. το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος που συνδέει δύο σημεία
  2. αυτό που πρέπει να διανύσει κανείς για να πάει από ένα σημείο σε άλλο με δεδομένο το υπάρχον οδικό δίκτυο (εκφρασμένο σε μονάδες μήκους)
    η απόσταση Αθήνας - Θεσσαλονίκης είναι 515 χιλιόμετρα
    • (κατ’ επέκταση) ο χρόνος που απαιτείται
      η απόσταση Αθήνας - Θεσσαλονίκης είναι περίπου πέντε ώρες με το αυτοκίνητο
  3. το διάστημα χρόνου που χωρίζει δύο χρονικά σημεία
  4. η διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα
    υπάρχει μεγάλη απόσταση από την εξαγγελία μέχρι την υλοποίησή της
  5. (μεταφορικά) η ψυχική ή / και κοινωνική απομάκρυνση ενός ατόμου από άλλου
    μετά την απιστία η απόσταση ανάμεσα στο ζευγάρι μεγάλωσε
  6. (στον πληθυντικό) η στάση της επιφύλαξης
    αποστάσεις από τις δηλώσεις του υπουργού κράτησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία