πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστασιοποίηση οι αποστασιοποιήσεις
      γενική της αποστασιοποίησης* των αποστασιοποιήσεων
    αιτιατική την αποστασιοποίηση τις αποστασιοποιήσεις
     κλητική αποστασιοποίηση αποστασιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστασιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστασιοποίηση < απόσταση + -ο- + ποιῶ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αποστασιοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία