Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστασιοποίηση οι αποστασιοποιήσεις
      γενική της αποστασιοποίησης* των αποστασιοποιήσεων
    αιτιατική την αποστασιοποίηση τις αποστασιοποιήσεις
     κλητική αποστασιοποίηση αποστασιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστασιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστασιοποίηση < απόσταση + -ο- + ποιῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.sta.si.oˈpi.i.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποστασιοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία