χειρονομιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειρονομιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gestural.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χειρονομί(α) + -ακός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.no.mi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐νο‐μι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
χειρονομιακός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τις χειρονομίες
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χειρονομία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χειρονομιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)