αποστασιοποιήσεως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
αποστασιοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποστασιοποίηση
- εναλλακτικά: αποστασιοποίησης
αποστασιοποιήσεως θηλυκό