↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιφύλαξη οι επιφυλάξεις
      γενική της επιφύλαξης* των επιφυλάξεων
    αιτιατική την επιφύλαξη τις επιφυλάξεις
     κλητική επιφύλαξη επιφυλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιφυλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιφύλαξη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιφύλαξις < αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω, ἐπιφυλακ- + -σις > -ση [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.piˈfi.la.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐φύ‐λα‐ξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιφύλαξη θηλυκό

  • ο δισταγμός, ο ενδοιασμός, η αμφισβήτηση, ο ευγενικός τρόπος να εκφράσει κάποιος τη διαφωνία ή τη δυσπιστία του
    Συμφωνώ, αλλά με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου. (Συμφωνώ, αλλά όχι χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό και μπορεί αν το κρίνω αναγκαίο μελλοντικά, να κάνω χρήση των δικαιωμάτων που μου παρέχει ο νόμος.)
    Είπα το "ναι", αλλά με πάσα επιφύλαξη. Διατηρώ επιφυλάξεις και μάλιστα πολλές.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη επιφυλάσσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία