αποστάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αποστάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσταίνω
- θα αποστάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσταίνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
αποστάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόσταση