Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kaʁ/

  Ετυμολογία Επεξεργασία

écart < écarter

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écart écarts

écart (fr) αρσενικό

  1. η απόσταση
  2. (μαθηματικά) η διαφορά
  3. (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
  4. (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή, η παρέκκλιση
  5. απομακρυσμένος τόπος
  6. σπαγγάτο
  7. (οικονομία) εκάρ, σπρεντ

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

écart < écarter

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écart écarts

écart (fr) αρσενικό