écart
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- écart < écarter
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- η απόσταση
- (μαθηματικά) η διαφορά
- (γλωσσολογία) λογοτεχνική μορφή που απομακρύνεται από αυτό που θεωρείται συνηθισμένο
- (μεταφορικά) το παραστράτισμα, η παρεκτροπή, η παρέκκλιση
- απομακρυσμένος τόπος
- σπαγγάτο
- (οικονομία) εκάρ, σπρεντ
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- écart < écarter
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écart | écarts |
écart (fr) αρσενικό
- (σε χαρτοπαίγνια) το ξεφύλλισμα