Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφύλλισμα τα ξεφυλλίσματα
      γενική του ξεφυλλίσματος των ξεφυλλισμάτων
    αιτιατική το ξεφύλλισμα τα ξεφυλλίσματα
     κλητική ξεφύλλισμα ξεφυλλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφύλλισμα < ξεφυλλίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεφύλλισμα ουδέτερο

  1. το γύρισμα των σελίδων ενός εντύπου
  2. (κατ’ επέκταση) το επίπολαιο και αδιάφορο διάβασμα εντύπου, περιοδικού, εφημερίδας ή και βιβλίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία