ξεφυλλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφυλλίζω < μεσαιωνική ελληνική ἐξεφύλλισα αόριστος του επίσης μεσαιωνικού ἐκφυλλίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.fiˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐φυλ‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφυλλίζω
- ρίχνω μια ματιά σε βιβλίο, περιοδικό κλπ, κοιτάζοντας μερικές μόνο σελίδες στα γρήγορα
- ※ Στέκω οραματισμένη και πιστεύω. / Δεν ξέρω τι πιστεύω. Ξεφυλλίζω / τα ποιήματά σου κι’ όλο μεσιτεύω. (Μαρία Πολυδούρη, Με της σιωπής τα κρίνα..., από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που Σβήνουν»)
- αφαιρώ τα φύλλα από ένα φυτό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφυλλίζω | ξεφύλλιζα | θα ξεφυλλίζω | να ξεφυλλίζω | ξεφυλλίζοντας | |
β' ενικ. | ξεφυλλίζεις | ξεφύλλιζες | θα ξεφυλλίζεις | να ξεφυλλίζεις | ξεφύλλιζε | |
γ' ενικ. | ξεφυλλίζει | ξεφύλλιζε | θα ξεφυλλίζει | να ξεφυλλίζει | ||
α' πληθ. | ξεφυλλίζουμε | ξεφυλλίζαμε | θα ξεφυλλίζουμε | να ξεφυλλίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεφυλλίζετε | ξεφυλλίζατε | θα ξεφυλλίζετε | να ξεφυλλίζετε | ξεφυλλίζετε | |
γ' πληθ. | ξεφυλλίζουν(ε) | ξεφύλλιζαν ξεφυλλίζαν(ε) |
θα ξεφυλλίζουν(ε) | να ξεφυλλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφύλλισα | θα ξεφυλλίσω | να ξεφυλλίσω | ξεφυλλίσει | ||
β' ενικ. | ξεφύλλισες | θα ξεφυλλίσεις | να ξεφυλλίσεις | ξεφύλλισε | ||
γ' ενικ. | ξεφύλλισε | θα ξεφυλλίσει | να ξεφυλλίσει | |||
α' πληθ. | ξεφυλλίσαμε | θα ξεφυλλίσουμε | να ξεφυλλίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεφυλλίσατε | θα ξεφυλλίσετε | να ξεφυλλίσετε | ξεφυλλίστε | ||
γ' πληθ. | ξεφύλλισαν ξεφυλλίσαν(ε) |
θα ξεφυλλίσουν(ε) | να ξεφυλλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεφυλλίσει | είχα ξεφυλλίσει | θα έχω ξεφυλλίσει | να έχω ξεφυλλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεφυλλίσει | είχες ξεφυλλίσει | θα έχεις ξεφυλλίσει | να έχεις ξεφυλλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφυλλίσει | είχε ξεφυλλίσει | θα έχει ξεφυλλίσει | να έχει ξεφυλλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφυλλίσει | είχαμε ξεφυλλίσει | θα έχουμε ξεφυλλίσει | να έχουμε ξεφυλλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφυλλίσει | είχατε ξεφυλλίσει | θα έχετε ξεφυλλίσει | να έχετε ξεφυλλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφυλλίσει | είχαν ξεφυλλίσει | θα έχουν ξεφυλλίσει | να έχουν ξεφυλλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυρίζω τις σελίδες βιβλίου ή τετραδίου
|
αφαιρώ φύλλα από λουλούδι