σελίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σελίδα | οι | σελίδες |
γενική | της | σελίδας | των | σελίδων |
αιτιατική | τη | σελίδα | τις | σελίδες |
κλητική | σελίδα | σελίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σελίδα< αρχαία ελληνική σελίς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασελίδα θηλυκό
- καθεμία από τις δύο όψεις ενός φύλλου χαρτιού, πάνω στο οποίο έχει γραφτεί ή τυπωθεί κάτι
- απομίμηση μιας αληθινής σελίδας στην οθόνη του υπολογιστή
- (διαδίκτυο) αρχείο που αναπτύσσεται μέσω ενός διαδικτυακού προτύπου από ένα απομακρυσμένο υπολογιστή στην οθόνη ενός τοπικού υπολογιστή και περιέχει σταθερές ή κινούμενες εικόνες, κείμενο, ήχο, γραφικά κ.λπ.
- (πληροφορική) page: τμήμα ενιαίας (συνεχόμενης) μνήμης που το μέγεθός της είναι συγκεκριμένο και εξαρτάται από τον σχεδιασμό του υπολογιστικού συστήματος [1]
Εκφράσεις
επεξεργασία- αλλάζω / γυρίζω σελίδα: αλλάζω συμπεριφορά και διάθεση
- ανοίγω νέα σελίδα: αρχίζω κάτι νέο
- αντικρυστές σελίδες: δύο σελίδες, η μία απέναντι στην άλλη
- μελανή / μαύρη σελίδα: δυσάρεστο γεγονός ή χρονική περίοδος
- χρυσή σελίδα: ευχάριστο γεγονός ή ένδοξη χρονική περίοδος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σελίδα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 24. Πρόσβαση 2020-12-14.