strona
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
strona < πρωτοσλαβική storna
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
strona (pl) θηλυκό
- η σελίδα
- η πλευρά, η μεριά
- (γραμματική) η φωνή
- strona czynna, bierna, zwrotna - ενεργητική, μέση, παθητική φωνή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- druga strona medalu: η άλλη όψη του νομίσματος