πλευρά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλευρά | οι | πλευρές |
γενική | της | πλευράς | των | πλευρών |
αιτιατική | την | πλευρά | τις | πλευρές |
κλητική | πλευρά | πλευρές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλευρά < αρχαία ελληνική πλευρά
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλευρά θηλυκό
- ένα ευθύγραμμο τμήμα ενός επίπεδου γεωμετρικού σχήματος
- ο κύκλος δεν έχει πλευρές
- ένα επίπεδο τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος
- πόσες πλευρές έχει ένας κύλινδρος;
- το μέρος της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος που φαίνεται από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία
- η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
- η μία από τις δύο περιοχές μίας επιφάνειας (ή μέρους της) που ορίζονται από μία (νοητή) γραμμή (που δεν ενώνεται ή τέμνει τον εαυτό της)
- στην Κύπρο οδηγούν στη δεξιά πλευρά του δρόμου
- η μία από τις δύο περιοχές του χώρου (ή ενός σώματος ή κλειστού χώρου) που ορίζονται από μία (νοητή) ανοικτή επιφάνεια
- κατευθυνθείτε προς τη δεξιά πλευρά του πλοίου
- (μεταφορικά) οπτική γωνία, άποψη, όψη
- να δούμε όλες πλευρές του θέματος
- (μεταφορικά) η αντίθετη άποψη
- οφείλεις πάντα να ακούς και την άλλη πλευρά
- το μέρος του κορμού του ανθρώπινου σώματος μεταξύ της πλάτης και του στήθους/κοιλιακής χώρας
- το μέρος του κορμού του σώματος ενός ζώου μεταξύ της ράχης ή πλάτης και του στήθους/κοιλιακής χώρας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
πλευρά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πλευρό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού