Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θώρακας οι θώρακες
      γενική του θώρακα
θώρακος*
των θωράκων
    αιτιατική τον θώρακα τους θώρακες
     κλητική θώρακα θώρακες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ακτινογραφία θώρακος, στην περιοχή του θώρακα.
 
Άνδρας οπλισμένος
με θώρακα του 15ου αιώνα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

θώρακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θώραξ από την αιτιατική «τὸν θώρακα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθo.ɾa.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θώ‐ρα‐κας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θώρακας αρσενικό

  1. (ανατομία) μέρος του σώματος: το ανώτερο μέρος του κορμού σπονδυλωτών ζώων, μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς, που προστατεύεται από τα πλευρά· στη θωρακική κοιλότητα περικλείονται οι πνεύμονες και η καρδιά
  2. (εντομολογία) μέρος του σώματος των εντόμων
  3. (οπλισμός) αμυντικό όπλο που προφύλασσε τον κορμό των πολεμιστών παλιών εποχών
    → δείτε και τη λέξη πανοπλία
  4. (γενικότερα) κάθε πράγμα που θωρακίζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία