πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θώρακας οι θώρακες
      γενική του θώρακα
& θώρακος*
των θωράκων
    αιτιατική τον θώρακα τους θώρακες
     κλητική θώρακα θώρακες
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ακτινογραφία θώρακος, στην περιοχή του θώρακα.
Άνδρας οπλισμένος
με θώρακα του 15ου αιώνα.

Ετυμολογία

επεξεργασία
θώρακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θώραξ από την αιτιατική «τὸν θώρακα»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θώρακας αρσενικό

  1. (ανατομία) μέρος του σώματος: το ανώτερο μέρος του κορμού σπονδυλωτών ζώων, μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς, που προστατεύεται από τα πλευρά· στη θωρακική κοιλότητα περικλείονται οι πνεύμονες και η καρδιά
  2. (εντομολογία) μέρος του σώματος των εντόμων
  3. (οπλισμός) αμυντικό όπλο που προφύλασσε τον κορμό των πολεμιστών παλιών εποχών
     δείτε και τη λέξη πανοπλία
  4. (γενικότερα) κάθε πράγμα που θωρακίζει

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία