Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυντικός η αμυντική το αμυντικό
      γενική του αμυντικού της αμυντικής του αμυντικού
    αιτιατική τον αμυντικό την αμυντική το αμυντικό
     κλητική αμυντικέ αμυντική αμυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυντικοί οι αμυντικές τα αμυντικά
      γενική των αμυντικών των αμυντικών των αμυντικών
    αιτιατική τους αμυντικούς τις αμυντικές τα αμυντικά
     κλητική αμυντικοί αμυντικές αμυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμυντικός < αμύνομαι

  Επίθετο επεξεργασία

αμυντικός,ή,ό

  1. ο σχετικός με την άμυνα μιας χώρας ή ομάδας σε αντιδιαστολή προς τον σχετικό με την επίθεση
    αμυντικά έργα, αμυντικά όπλα, αμυντικός μηχανισμός
  2. ο σχετικός με την ψυχολογική στάση η οποία υποδηλώνει άμυνα σε επίθεση και η οποία συχνά συνοδεύεται από αρνητικές συμπεριφορές καθώς το υποκείμενο αισθάνεται ότι στοχοποιώ


  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμυντικός αρσενικό

  1. ο παίκτης που σε μια ομάδα έχει μια καθορισμένη θέση στον σχηματισμό της άμυνάς της

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία