αμυντικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμυντικός < αμύνομαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμυντικός,ή,ό
- ο σχετικός με την άμυνα μιας χώρας ή ομάδας σε αντιδιαστολή προς τον σχετικό με την επίθεση
- αμυντικά έργα, αμυντικά όπλα, αμυντικός μηχανισμός
- ο σχετικός με την ψυχολογική στάση η οποία υποδηλώνει άμυνα σε επίθεση και η οποία συχνά συνοδεύεται από αρνητικές συμπεριφορές καθώς το υποκείμενο αισθάνεται ότι στοχοποιώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αμυντικός αρσενικό
- ο παίκτης που σε μια ομάδα έχει μια καθορισμένη θέση στον σχηματισμό της άμυνάς της