Ετυμολογία

επεξεργασία
αμύνομαι < (ελληνιστική κοινήἀμύνομαι < αρχαία ελληνική ἀμύνω

αμύνομαι (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία