↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυνόμενος η αμυνόμενη το αμυνόμενο
      γενική του αμυνόμενου της αμυνόμενης του αμυνόμενου
    αιτιατική τον αμυνόμενο την αμυνόμενη το αμυνόμενο
     κλητική αμυνόμενε αμυνόμενη αμυνόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυνόμενοι οι αμυνόμενες τα αμυνόμενα
      γενική των αμυνόμενων των αμυνόμενων των αμυνόμενων
    αιτιατική τους αμυνόμενους τις αμυνόμενες τα αμυνόμενα
     κλητική αμυνόμενοι αμυνόμενες αμυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμυνόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αμύνομαι

αμυνόμενος

  • εκείνος που αμύνεται, ανθίσταται, που βρίσκεται σε άμυνα

Αντώνυμα

επεξεργασία

επιτιθέμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία