επιτιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈθe.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τι‐θέ‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαεπιτιθέμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος επιτίθεμαι
- ⮡ Ξεκίνησε πόλεμο στο διαδίκτυο, επιτιθέμενος εναντίον όλων όσοι διαφωνούσαν με τις απόψεις του.