επιτίθεμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτίθεμαι < αρχαία ελληνική ἐπιτίθεμαι
Ρήμα
επεξεργασίαεπιτίθεμαι
- επιχειρώ, συνήθως με ορμητικό και βίαιο τρόπο, να εξουδετερώσω κάτι ή κάποιον, να του επιβάλλω τη θέλησή μου ή να του προκαλέσω ζημιά (π.χ. σωματική βλάβη, για πρόσωπο)
- η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμη για στρατιωτική επίθεση εναντίον του Ιράν
- ειδικοί θεωρούν ότι οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος είναι ευάλωτοι σε ψηφιακές επιθέσεις
- εκτοξεύω αυστηρές κριτικές εναντίον κάποιου, τον κατηγορώ, τον υποτιμώ
- η καλή συνεργασία προϋποθέτει ότι δεν κάνουμε προσωπικές επιθέσεις εναντίον των συναδέλφων μας