ἐπιτίθεμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐπιτίθεμαι
- τοποθετώ τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη ενέργεια, επιδίδομαι σε κάτι, καταπιάνομαι με κάτι, κάνω επίθεση, επιβάλλω, φορώ κάτι επάνω μου, δίνω όνομα
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ἐπιτίθημι