επιδίδομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδίδομαι < αρχαία ελληνική ἐπιδίδομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐπιδίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδίδομαι (σε κάτι)
- ασκώ (μια δραστηριότητα), κάνω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιδίδομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επιδίδω