Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/
 

pratiquer (fr)

  1. εξασκώ, ασκώ, κάνω, επιδίδομαι
    il pratique l'alpinisme - επιδίδεται στον αλπινισμό

Συγγενικά

επεξεργασία