εξασκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξασκώ < αρχαία ελληνική ἐξασκέω / ἐξασκῶ < ἐξ + ἀσκέω / ἀσκῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exercer)
Ρήμα
επεξεργασίαεξασκώ (παθητική φωνή: εξασκούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- εξασκημένος
- εξάσκηση
- → δείτε τη λέξη ασκώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξασκώ | εξασκούσα | θα εξασκώ | να εξασκώ | εξασκώντας | |
β' ενικ. | εξασκείς | εξασκούσες | θα εξασκείς | να εξασκείς | ||
γ' ενικ. | εξασκεί | εξασκούσε | θα εξασκεί | να εξασκεί | ||
α' πληθ. | εξασκούμε | εξασκούσαμε | θα εξασκούμε | να εξασκούμε | ||
β' πληθ. | εξασκείτε | εξασκούσατε | θα εξασκείτε | να εξασκείτε | εξασκείτε | |
γ' πληθ. | εξασκούν(ε) | εξασκούσαν(ε) | θα εξασκούν(ε) | να εξασκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάσκησα | θα εξασκήσω | να εξασκήσω | εξασκήσει | ||
β' ενικ. | εξάσκησες | θα εξασκήσεις | να εξασκήσεις | εξάσκησε | ||
γ' ενικ. | εξάσκησε | θα εξασκήσει | να εξασκήσει | |||
α' πληθ. | εξασκήσαμε | θα εξασκήσουμε | να εξασκήσουμε | |||
β' πληθ. | εξασκήσατε | θα εξασκήσετε | να εξασκήσετε | εξασκήστε | ||
γ' πληθ. | εξάσκησαν εξασκήσαν(ε) |
θα εξασκήσουν(ε) | να εξασκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξασκήσει | είχα εξασκήσει | θα έχω εξασκήσει | να έχω εξασκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξασκήσει | είχες εξασκήσει | θα έχεις εξασκήσει | να έχεις εξασκήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξασκήσει | είχε εξασκήσει | θα έχει εξασκήσει | να έχει εξασκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξασκήσει | είχαμε εξασκήσει | θα έχουμε εξασκήσει | να έχουμε εξασκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξασκήσει | είχατε εξασκήσει | θα έχετε εξασκήσει | να έχετε εξασκήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξασκήσει | είχαν εξασκήσει | θα έχουν εξασκήσει | να έχουν εξασκήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξασκούμαι | εξασκούμουν | θα εξασκούμαι | να εξασκούμαι | εξασκούμενος | |
β' ενικ. | εξασκείσαι | εξασκούσουν | θα εξασκείσαι | να εξασκείσαι | ||
γ' ενικ. | εξασκείται | εξασκούνταν | θα εξασκείται | να εξασκείται | ||
α' πληθ. | εξασκούμαστε | εξασκούμασταν εξασκούμαστε |
θα εξασκούμαστε | να εξασκούμαστε | ||
β' πληθ. | εξασκείστε | εξασκούσασταν εξασκούσαστε |
θα εξασκείστε | να εξασκείστε | εξασκείστε | |
γ' πληθ. | εξασκούνται | εξασκούνταν | θα εξασκούνται | να εξασκούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξασκήθηκα | θα εξασκηθώ | να εξασκηθώ | εξασκηθεί | ||
β' ενικ. | εξασκήθηκες | θα εξασκηθείς | να εξασκηθείς | εξασκήσου | ||
γ' ενικ. | εξασκήθηκε | θα εξασκηθεί | να εξασκηθεί | |||
α' πληθ. | εξασκηθήκαμε | θα εξασκηθούμε | να εξασκηθούμε | |||
β' πληθ. | εξασκηθήκατε | θα εξασκηθείτε | να εξασκηθείτε | εξασκηθείτε | ||
γ' πληθ. | εξασκήθηκαν εξασκηθήκαν(ε) |
θα εξασκηθούν(ε) | να εξασκηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξασκηθεί | είχα εξασκηθεί | θα έχω εξασκηθεί | να έχω εξασκηθεί | εξασκημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξασκηθεί | είχες εξασκηθεί | θα έχεις εξασκηθεί | να έχεις εξασκηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξασκηθεί | είχε εξασκηθεί | θα έχει εξασκηθεί | να έχει εξασκηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξασκηθεί | είχαμε εξασκηθεί | θα έχουμε εξασκηθεί | να έχουμε εξασκηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξασκηθεί | είχατε εξασκηθεί | θα έχετε εξασκηθεί | να έχετε εξασκηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξασκηθεί | είχαν εξασκηθεί | θα έχουν εξασκηθεί | να έχουν εξασκηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξασκημένος - είμαστε, είστε, είναι εξασκημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξασκημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξασκημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξασκημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξασκημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξασκημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξασκημένοι |