Δείτε επίσης: ἐξασκῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξασκώ < αρχαία ελληνική ἐξασκέω / ἐξασκῶ < ἐξ + ἀσκέω / ἀσκῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exercer)

εξασκώ (παθητική φωνή: εξασκούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία