Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξασκημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξασκημέν
ος
η
εξασκημέν
η
το
εξασκημέν
ο
γενική
του
εξασκημέν
ου
της
εξασκημέν
ης
του
εξασκημέν
ου
αιτιατική
τον
εξασκημέν
ο
την
εξασκημέν
η
το
εξασκημέν
ο
κλητική
εξασκημέν
ε
εξασκημέν
η
εξασκημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξασκημέν
οι
οι
εξασκημέν
ες
τα
εξασκημέν
α
γενική
των
εξασκημέν
ων
των
εξασκημέν
ων
των
εξασκημέν
ων
αιτιατική
τους
εξασκημέν
ους
τις
εξασκημέν
ες
τα
εξασκημέν
α
κλητική
εξασκημέν
οι
εξασκημέν
ες
εξασκημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξασκημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξασκώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξασκημένος
γαλλικά
:
exercé
(fr)