• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξασκημένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξασκημένος η εξασκημένη το εξασκημένο
      γενική του εξασκημένου της εξασκημένης του εξασκημένου
    αιτιατική τον εξασκημένο την εξασκημένη το εξασκημένο
     κλητική εξασκημένε εξασκημένη εξασκημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξασκημένοι οι εξασκημένες τα εξασκημένα
      γενική των εξασκημένων των εξασκημένων των εξασκημένων
    αιτιατική τους εξασκημένους τις εξασκημένες τα εξασκημένα
     κλητική εξασκημένοι εξασκημένες εξασκημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  ΜετοχήΕπεξεργασία

εξασκημένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου εξασκώ




  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξασκημένος
  • γαλλικά : exercé (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξασκημένος&oldid=5471750"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:54
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:54.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie