• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ἀσκέω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αρχαία ελληνικά (grc)
    • 1.1 Ρήμα
      • 1.1.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.1.2 Σύνθετα
    • 1.2 Αναφορές

Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

ἀσκέω - ἀσκῶ

  1. επεξεργάζομαι ένα υλικό, δίνω σχήμα σε κάτι
  2. ομορφαίνω κάτι, ντύνω κάποιον, στολίζω
    πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη
  3. αποδίδω τιμές σε μια θεότητα
  4. ασκώ, γυμνάζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • ἄσκη
  • ἄσκημα
  • ἄσκησις
  • ἀσκητέος
  • ἀσκητήρ
  • ἀσκητής
  • ἀσκητικός
  • ἀσκητός
  • ἀσκήτωρ
  • ἀσκοῦντες

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • διασκέω
  • ἐνασκέω
  • ἐξασκέω
  • ἐπασκέω
  • κατασκέω
  • προασκέω
  • προσασκέω
  • συνασκέω
  • σωμασκέω
  • φωνασκέω
  • χειμασκέω

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἀσκέω&oldid=5257434"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:32
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, στις 22:32.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie