ἀσκέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀσκέω - ἀσκῶ
- επεξεργάζομαι ένα υλικό, δίνω σχήμα σε κάτι
- ομορφαίνω κάτι, ντύνω κάποιον, στολίζω
- πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη
- αποδίδω τιμές σε μια θεότητα
- ασκώ, γυμνάζω
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883