ἀσκητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀσκητής | οἱ | ἀσκηταί |
γενική | τοῦ | ἀσκητοῦ | τῶν | ἀσκητῶν |
δοτική | τῷ | ἀσκητῇ | τοῖς | ἀσκηταῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀσκητήν | τοὺς | ἀσκητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἀσκητᾰ́ | ἀσκηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσκητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσκηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀσκητής, -οῦ αρσενικό
- που ασκεί οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα
- ※ Επιγραφή από την Αττική. IG II² 11140 @epigraphy.packhum.org
- ἐνθάδε Διάλογος καθαρῷ πυρὶ γυῖα καθήρας
ἀσκητὴς σοφίης ᾤχετ’ ἐς ἀθανάτους.
- ἐνθάδε Διάλογος καθαρῷ πυρὶ γυῖα καθήρας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 5.11 @scaife.perseus
- ἀλλʼ ἐπείπερ σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων, ἴωμεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, οὓς ἐγὼ σαφῶς ἐπίσταμαι ἰδιώτας ὄντας ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι.
- ※ Επιγραφή από την Αττική. IG II² 11140 @epigraphy.packhum.org
- αθλητής, αυτός που εξασκείται για την παλαίστρα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 404c
- Οὐδὲ μὴν ἡδυσμάτων, ὡς ἐγᾦμαι, Ὅμηρος πώποτε ἐμνήσθη. ἢ τοῦτο μὲν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἴσασιν, ὅτι τῷ μέλλοντι σώματι εὖ ἕξειν ἀφεκτέον τῶν τοιούτων ἁπάντων; Καὶ ὀρθῶς γε, ἔφη, ἴσασί τε καὶ ἀπέχονται.
- Και αρτυμένα φαγιά όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος. Ή αυτό τουλάχιστο το γνωρίζουν και οι κοινοί αθληταί, πως όποιος θέλει να είναι καλά στο σώμα πρέπει να τα αποφεύγει αυτά; Πραγματικώς το γνωρίζουν και καλά κάνουν που τ᾽ αποφεύγουν.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Οὐδὲ μὴν ἡδυσμάτων, ὡς ἐγᾦμαι, Ὅμηρος πώποτε ἐμνήσθη. ἢ τοῦτο μὲν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἴσασιν, ὅτι τῷ μέλλοντι σώματι εὖ ἕξειν ἀφεκτέον τῶν τοιούτων ἁπάντων; Καὶ ὀρθῶς γε, ἔφη, ἴσασί τε καὶ ἀπέχονται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 585 (582-586)
- ὁ Ζεὺς δήπου πένεται, καὶ τοῦτ᾽ ἤδη φανερῶς σε διδάξω. | εἰ γὰρ ἐπλούτει, πῶς ἂν ποιῶν τὸν Ὀλυμπικὸν αὐτὸς ἀγῶνα | ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας ἀεὶ δι᾽ ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, | ἀνεκήρυττεν τῶν ἀσκητῶν τοὺς νικῶντας στεφανώσας | κοτίνου στεφάνῳ; καίτοι χρυσῷ μᾶλλον ἐχρῆν, εἴπερ ἐπλούτει.
- θ᾽ αποδείξω πως είναι φτωχούλης ο Δίας, φως φανάρι. | Γιατί, πες μου, μαζεύει τους Έλληνες στην Ολυμπία | κάθε τέσσερα χρόνια απ᾽ ολούθες και στους νικητάδες | των αγώνων στεφάνι χαρίζει αγριλιάς; Αν πλουτούσε, θα τους έδινε μαλαματένιο.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- ὁ Ζεὺς δήπου πένεται, καὶ τοῦτ᾽ ἤδη φανερῶς σε διδάξω. | εἰ γὰρ ἐπλούτει, πῶς ἂν ποιῶν τὸν Ὀλυμπικὸν αὐτὸς ἀγῶνα | ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας ἀεὶ δι᾽ ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, | ἀνεκήρυττεν τῶν ἀσκητῶν τοὺς νικῶντας στεφανώσας | κοτίνου στεφάνῳ; καίτοι χρυσῷ μᾶλλον ἐχρῆν, εἴπερ ἐπλούτει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 3, 404c
- (ελληνιστική σημασία) ερημίτης, μοναχός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀσκέω
Πηγές
επεξεργασία- ἀσκητής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσκητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.