παλαίστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαίστρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παλαίστρα < παλαίω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈle.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαί‐στρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαίστρα θηλυκό
- (αθλητισμός) ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος στον οποίο διεξάγεται το αγώνισμα της πάλης
- (μεταφορικά) το πεδίο (πνευματικό, οικονομικό κλ) στο οποίο κάποιος καλείται να αντιπαλέψει με αντίξοες συνθήκες ή να ανταγωνιστεί
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παλαίστρᾱ | αἱ | παλαῖστραι |
γενική | τῆς | παλαίστρᾱς | τῶν | παλαιστρῶν |
δοτική | τῇ | παλαίστρᾳ | ταῖς | παλαίστραις |
αιτιατική | τὴν | παλαίστρᾱν | τὰς | παλαίστρᾱς |
κλητική ὦ! | παλαίστρᾱ | παλαῖστραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλαίστρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παλαίστραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαίστρα < παλαίω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαίστρα θηλυκό
- (αθλητισμός) η παλαίστρα
- το γυμναστήριο για το αγώνισμα της πάλης
Πηγές επεξεργασία
- παλαίστρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παλαίστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.