παλαίστρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαίστρα < αρχαία ελληνική παλαίστρα < παλαίω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλαίστρα
- ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος στον οποίο διεξάγεται το αγώνισμα της πάλης
- (μεταφορικά) το πεδίο (πνευματικό, οικονομικό κλ) στο οποίο κάποιος καλείται να αντιπαλέψει με αντίξοες συνθήκες ή να ανταγωνιστεί
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παλαίστρα < παλαίω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παλαίστρα θηλυκό
- η παλαίστρα
- το γυμναστήριο για το αγώνισμα της πάλης