ring
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό 1 επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ring | rings |
- το δαχτυλίδι, ένα κόσμημα που φοράει κανείς στο δάχτυλό του
- ↪ engagement/wedding ring - δαχτυλίδι αρραβώνων/γάμου
- ο κρίκος, ο δακτύλιος, ένα αντικείμενο σε σχήμα κύκλου με μια μεγάλη τρύπα στη μέση
- ↪ a key ring/a napkin ring - ένας κρίκος κλειδιών/ένας κρίκος για πετσέτες
- ↪ rings for a gymnastics competition - κρίκοι για έναν αγώνα γυμναστικής
- ↪ steel/aluminum ring - δακτύλιος από ατσάλι/αλουμίνιο
- ↪ In recent years, astronomers found out that the planet Uranus also has a ring.
- Tα τελευταία χρόνια οι αστρονόμοι διαπίστωσαν ότι και ο πλανήτης Ουρανός έχει δακτύλιο.
- ο κύκλος, ο δακτύλιος, ένα κυκλικό σημάδι ή σχήμα
- ↪ They stood in a ring in the middle of the road.
- Στέκονταν κύκλο στη μέση του δρόμου.
- ↪ The glasses left rings on the table.
- Τα ποτήρια άφησαν κύκλους στο τραπέζι.
- ↪ The rings of a tree trunk allow us to pinpoint its age.
- Οι δακτύλιοι ενός κορμού δέντρου μας επιτρέπουν να εντοπίσουμε την ηλικία του.
- ≈ συνώνυμα: circle
- ↪ They stood in a ring in the middle of the road.
- το ρινγκ, ένας χώρος για παράσταση ή διαγωνισμό, με θέσεις γύρω από το εξωτερικό για το κοινό
- ↪ boxing ring - ρινγκ πυγμαχίας
- ↪ The two wrestlers entered the ring.
- Οι δύο παλαιστές μπαίνουν στο ρινγκ.
- (βρετανική σημασία) το μάτι εστίας, το μάτι της κουζίνας
- η συμμορία, μια ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί, ιδιαίτερα κρυφά ή παράνομα
- ↪ a spy ring - συμμορία κατασκόπων
- (μαθηματικά) δακτύλιος
Ρήμα 1 επεξεργασία
ενεστώτας | ring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rings |
αόριστος | ringed |
παθητική μετοχή | ringed |
ενεργητική μετοχή | ringing |
ring (en)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ring | rings |
ring (en)
- (μετρήσιμο) το κουδούνισμα, το κουδούνι, το χτύπημα, ο ήχος που κάνει ένα κουδούνι, η πράξη του χτυπήματος ενός κουδουνιού
- ↪ the ring of the alarm clock/the telephone - το κουδούνισμα του ξυπνητηριού/του τηλεφώνου
- ↪ the ring of the telephone/doorbell/church bell - το χτύπημα του τηλεφώνου/του κουδουνιού/της καμπάνας
- (μόνο στον ενικό) οποιοδήποτε δυνατό, καθαρό ήχο
Παράγωγα επεξεργασία
Ρήμα 2 επεξεργασία
ενεστώτας | ring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rings |
αόριστος | rang |
παθητική μετοχή | rung |
ενεργητική μετοχή | ringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ring (en)
- (αμετάβατο) κουδουνίζω, ένα τηλέφωνο κάνει έναν ήχο επειδή κάποιος προσπαθεί να μου τηλεφωνήσει
- ↪ The telephone is ringing.
- Το τηλέφωνο κουδουνίζει.
- ↪ The telephone is ringing.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για ένα κουδούνι που προκαλεί ήχο
- ↪ They waited in silence, until the bell rang.
- Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
- ↪ They waited in silence, until the bell rang.
- (αμετάβατο) κουδουνίζω, νιώθω άβολα και δεν μπορώ να ακούσω καθαρά, συνήθως επειδή έχω ακούσει έναν δυνατό θόρυβο κτλ.
- ↪ My ears are still ringing.
- Ακόμα κουδουνίζουν τα αυτιά μου.
- ↪ My ears are ringing.
- Βουίζουν τα αυτιά μου.
- ↪ My ears are still ringing.
Πηγές επεξεργασία
- ring 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- ring 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- ring 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- ring 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 143, 208, 470-471, 480, 484, 837, 979. ISBN 9780194325684., λήμμα: αυτί, δαχτυλίδι, κουδουνίζω, κρίκος, κύκλος, συμμορία, χτύπημα
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ring (af)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ring | rings |
ring (fr) αρσενικό
Νορβηγικά (no) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ring (no)
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ring (nl)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ring (pl) αρσενικό
- (αθλητισμός) το ρινγκ, η παλαίστρα
Συγγενικά επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ring (sv)