Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (en)

  1. δαχτυλίδι
  2. χτύπημα, κουδούνισμα
  3. συμμορία
  4. (μαθηματικά) δακτύλιος
  5. (ΗΒ) το μάτι εστίας, το μάτι της κουζίνας
    Put the pot on the large ring.
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burner (ΗΠΑ)

  Ρήμα 1Επεξεργασία

ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος rang
παθητική μετοχή rung
ενεργητική μετοχή ringing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

ring (en)

  Ρήμα 2Επεξεργασία

ενεστώτας ring
γ΄ ενικό ενεστώτα rings
αόριστος ringed
παθητική μετοχή ringed
ενεργητική μετοχή ringing

ring (en)


Αφρικάανς (af)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ring (af)



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ring rings

ring (fr) αρσενικό



Νορβηγικά (no)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ring (no)



Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ring (nl)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ring < αγγλική ring

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ring (pl) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το ρινγκ, η παλαίστρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία



Σουηδικά (sv)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ring (sv)