ring
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ring | rings |
ring (en)
- δαχτυλίδι
- χτύπημα, κουδούνισμα
- συμμορία
- (μαθηματικά) δακτύλιος
- (ΗΒ) το μάτι εστίας, το μάτι της κουζίνας
Ρήμα 1Επεξεργασία
ενεστώτας | ring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rings |
αόριστος | rang |
παθητική μετοχή | rung |
ενεργητική μετοχή | ringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ring (en)
Ρήμα 2Επεξεργασία
ενεστώτας | ring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rings |
αόριστος | ringed |
παθητική μετοχή | ringed |
ενεργητική μετοχή | ringing |
ring (en)
Αφρικάανς (af)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ring (af)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ring | rings |
ring (fr) αρσενικό
Νορβηγικά (no)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ring (no)
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ring (nl)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ring (pl) αρσενικό
- (αθλητισμός) το ρινγκ, η παλαίστρα
Επεξεργασία
Σουηδικά (sv)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ring (sv)